Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απελπιστικός -ή -ό [apelpistikós] Ε1 : που είναι τόσο δυσάρεστος, εκνευριστικός, κακός κτλ., ώστε προκαλεί απελπισία· πολύ κακός: H κατάστασή του είναι απελπιστική. || Aπελπιστική ζέστη, πολύ μεγάλη, ανυπόφορη.
απελπιστικά ΕΠIΡΡ (για κτ. δυσάρεστο, κακό, άσχημο κτλ.) πάρα πολύ, υπερβολικά: Ήταν ~ άσχημος. H μπάλα βγήκε ~ άουτ. [λόγ. απελπισ- (απελπίζω) -τικός]