Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απειροστός -ή -ό [apirostós] Ε1 : 1.που έχει γίνει άπειρες φορές: Στο λέω για απειροστή φορά. || που είναι άπειρα μικρός. 2. (μαθημ., ως ουσ.) το απειροστό, συνάρτηση που τείνει στο μηδέν, όταν η μεταβλητή χ είναι σε κάποια ορισμένη τιμή που μπορεί να είναι και το άπειρο.
[λόγ. άπειρ(ος) -οστός κατά τα αριθμτ. τριακοστός, τεσσαρακοστός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]