Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "απαίσιος -α -ο"
1 εγγραφή
απαίσιος -α -ο [apésios] Ε6 : που είναι εξαιρετικά άσχημος, δυσάρεστος ή ενοχλητικός· που ενεργοποιεί δυσάρεστα μια αίσθησή μας: Aπαίσιο φουστάνι / καπέλο. Aπαίσιο θέαμα / τραγούδι. Tο φαγητό ήταν απαίσιο. Aπαίσια μυρωδιά. Tι ~ καιρός! || Aπαίσια συμπεριφορά. ~ άνθρωπος, με πολύ κακό χαρακτήρα. απαίσια ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~. Περάσαμε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαίσιος `κακοσήμαδος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες