Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απέριττος -η -ο [apéritos] Ε5 : που δεν έχει τίποτα περιττό, που δεν έχει τίποτα περισσότερο απ΄ ό,τι και όσα πρέπει: H διακόσμηση ήταν απλή και απέριττη. Zούσαν μια απέριττη ζωή. || Aπέριττο ύφος. Ο λόγος του ήταν μεστός και ~.
απέριττα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπέριττος]