Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιόμεμπτος -η -ο [aksiómemptos] Ε5 : για συμπεριφορά, ενέργεια κτλ. που είναι αντίθετη με τους κανόνες της ηθικής, της δεοντολογίας: Aξιόμεμπτες πράξεις.
[λόγ. αξιο- + μεμπ- (μέμφομαι) -τος κατά το αντ. αξιέπαινος]