Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυπολόγιστος -η -ο [anipolójistos] Ε5 : για κτ. που είναι τόσο μεγάλο σε αξία, σε σημασία, σε σπουδαιότητα, ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να το υπολογίσει, να το εκτιμήσει κάποιος: Οι ζημιές που προκάλεσε ο πόλεμος / η κακοκαιρία είναι ανυπολόγιστες. Kλάπηκαν κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας. H προσφορά του / η αξία του είναι ανυπολόγιστη.
ανυπολόγιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) υπολογισ- (υπολογίζω) -τος μτφρδ. γαλλ. incalculable]