Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιδημοτικός -ή -ό [andiδimotikós] Ε1 : που δεν αρέσει στο λαό· (πρβ. αντιλαϊκός): Ένας ~ νόμος. Aντιδημοτικές φορολογίες. H κυβέρνηση διστάζει να πάρει αντιδημοτικά μέτρα ενόψει των εκλογών.
[λόγ. αντι- + δημοτικός μτφρδ. γαλλ. impopulaire]