Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανταλλακτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
ανταλλακτικός -ή -ό [andalaktikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ανταλλαγή: H ανταλλακτική αξία του χρήματος, ως μέσου που εξυπηρετεί τις συναλλαγές. Aνταλλακτικό εμπόριο, που γίνεται με ανταλλαγή.

[λόγ. ανταλλακ- (ανταλλάσσω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες