Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανομ. αποβ"
29 εγγραφές [1 - 10]
αλμπάνης ο [albánis] Ο11 θηλ. αλμπάνισσα [albánisa] Ο27α : 1.(παρωχ.) πεταλωτής. 2. (μτφ., οικ.) άπειρος και αδέξιος: Aυτός ο κουρέας / ο γιατρός είναι ~.

[τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-nal > tonal > to-nal] και με ανομ. αποβ. [mb-nd > mb-n] · αλμπάν(ης) -ισσα]

αμπαρόριζα η [ambaróriza] & αρμπαρόριζα η [arbaróriza] Ο27 : φυτό με αρωματικά φύλλα τα οποία χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως μυρωδικό και των οποίων το αφέψημα διευκολύνει την πέψη.

[αρμπα-: ιταλ. *albarosa παρετυμ. ρίζα και τροπή [l > r] πριν από [b] · αμπα-: < αρμπαρόριζα με ανομ. αποβ. του πρώτου από τα τρία [r] ]

αντάρα η [andára] Ο25α : 1.το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από σύννεφα ομίχλης που προμηνύει φοβερή καταιγίδα και με επέκταση φοβερή κακοκαιρία ή δυνατός άνεμος. 2. το σκοτείνιασμα από τους καπνούς, ο θόρυβος και η οχλοβοή στο πεδίο της μάχης: Δεν τους τρομάζει η ~ της μάχης. 3. (μτφ.) φασαρία, αναστάτωση, αναμπουμπούλα: Σηκώθηκε φωνή κι ~. ΦΡ καπνός κι ~: α. για θολή και βρόμικη ατμόσφαιρα. β. για κτ. που έγινε σε υπερβολικό βαθμό: Ήπιαν κι έφαγαν που πήγε (καπνός κι) ~, μέχρι σκασμού. γ. για αγωνία και στενοχώρια: Όλο καπνός κι ~ είναι στο σπίτι τους. δ. (κατάρα): Kαπνός κι ~ να γίνεις.

[μσν. αντάρα < *ανταρ(άσσω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ἀναταράσσω `ανακατώνω, αναστατώνω΄ με ανομ. αποβ. του μεσαίου [a] ]

άτσαλος -η -ο [átsalos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη τάξης, συστήματος ή φροντίδας· ακατάστατος και πρόχειρος, τσαπατσούλικος: Άτσαλη εμφάνιση / δουλειά. Άτσαλο ντύσιμο / δωμάτιο / περπάτημα. || (για πρόσ.) τσαπατσούλης, αδέξιος: Είναι ~ στη δουλειά του. άτσαλα ΕΠIΡΡ.

[μσν. άτσαλος ίσως < αρχ. ἀτάσθαλος `απερίσκεπτος, παράτολμος΄ > *τάσθαλος (αποβ. του αρχικού α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο) > *τάσταλος (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) > *άσταλος (ανομ. αποβ. του πρώτου [t] ) > μσν. άτσαλος (αντιμετάθ. [st > ts] )]

γαύρος ο [γávros] Ο18 : είδος μικρού αφρόψαρου που ζει κοπαδιαστά και ψαρεύεται με δίχτυα.

[ίσως ελνστ. ἐγγραυλίς > μσν. *γραύλος (πρβ. μσν. εγγραυλοπαστοφάγος `που τρώει παστούς εγγραύλους΄), με αντιμετάθ. [r-l > l-r] και ανομ. αποβ. του [l] ]

γλιστερός -ή -ό [γlisterós] Ε1 : που επάνω του μπορεί κανείς εύκολα να γλιστρήσει: Tα σκαλοπάτια ήταν βρεγμένα και γλιστερά. Γλιστερό πάτωμα. ~ δρόμος.

[*γλιστρερός < γλιστρ(ώ) -ερός με ανομ. αποβ. του πρώτου [r] ]

γούρι το [γúri] Ο44α : ό,τι, σύμφωνα με ορισμένες προλήψεις, φέρνει καλή τύχη: Έλα μαζί μας να μας φέρεις ~. Έχει πάντα μαζί του ένα λαγοπόδαρο για ~. Mη στενοχωριέσαι που χύθηκε το κρασί, είναι ~. Δεν αποχωρίζεται ποτέ το ~ του, ένα μικρό αρκουδάκι.

[τουρκ. uğur `καλό σημάδι, καλή τύχη΄ με ανομ. αποβ. του άτ. πρώτου [u] ]

καραμούζα η [karamúza] Ο25 : (οικ.) 1. πνευστό ηχητικό όργανο που βγάζει δυνατό και διαπεραστικό ήχο: Φώναζε με μια φωνή σαν ~, για βαριά, ενοχλητικά διαπεραστική φωνή. 2. (μουσ.) α. ζουρνάς. β. ο μακρύς αυλός της γκάιντας.

[ιταλ. cornamusa με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] και ανομ. αποβ. του [n] πριν από [m] ]

κληρωτίδα η [klirotíδa] Ο26 : ειδικό δοχείο μέσα στο οποίο ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση.

[λόγ. < μσν. κληρωτίς, αιτ. -ίδα < αρχ. κληρωτρίς με ανομ. αποβ. του δεύτερου [r] ]

λόξιγκας ο [lóksiŋgas] Ο5 : ακούσιος σπασμός των μυών του λάρυγγα, που συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο: Όταν σε πιάνει ~, πίνε νερό.

[μσν. *λόξιγκας (πρβ. μσν. λύξιγγας `ρόγχος΄) < *κλόξιγκας (ανομ. αποβ. του [k] : [kloks > loks] ) < συμφυρ. κλωξ- (ελνστ. κλώζω `κρώζω΄) + μσν. *λύγκας (< αρχ. λύγξ, αιτ. λύγκα `λόξιγκας΄)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες