Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανεπίλυτος -η -ο"
1 εγγραφή
ανεπίλυτος -η -ο [anepílitos] Ε5 : που δεν έχει λύση· άλυτος: Aνεπίλυτες διαφορές. Aνεπίλυτο πρόβλημα / ζήτημα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίλυτος `που δεν του έχει αφαιρεθεί ο επίδεσμος΄ κατά τη σημ. της λ. επιλύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες