Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανάστροφος -η -ο"
1 εγγραφή
ανάστροφος -η -ο [anástrofos] Ε5 : (λόγ.) α. που έχει αντίστροφη κατεύθυνση ή διάταξη προς κτ. άλλο: Aνάστροφη κίνηση / πορεία. β. ανάποδος, αναποδογυρισμένος. γ. (ως ουσ.) η ανάστροφη: γ1. η ανάποδη του χεριού. γ2. χαστούκι με την ανάποδη του χεριού. ανάστροφα ΕΠIΡΡ.

[α: λόγ. < ελνστ. ἀνάστροφος `αντίστροφος΄· β, γ: ελνστ. ἀνάστροφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες