Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανάξιος -α -ο"
1 εγγραφή
ανάξιος -α -ο [anáksios] Ε6 : 1.(με έντονα μειωτική χροιά) που δεν είναι άξιος, ικανός να εκτελέσει σωστά ένα έργο ή μια αποστολή που του έχουν αναθέσει, που έχει αναλάβει: ~ ηγέτης που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή. Aνάξιοι στρατηγοί είχαν αναρριχηθεί στην ηγεσία του στρατού. Στάθηκε ~ να διατηρήσει την πατρική περιουσία. Είναι ανάξια να μεγαλώσει παιδιά. Είναι ~ να εξυπηρετήσει και τον ίδιο τον εαυτό του. (έκφρ.) εγώ ο ~, ως έκφραση άκρας ταπείνωσης. || ~!, ~!, επιφωνηματική έκφραση του εκκλησιάσματος, με την οποία αποδοκιμάζει τον κληρικό που χειροτονείται όποιος δεν τον θεωρεί ηθικά άμεμπτο. ANT άξιος. 2. (με γεν. σε λόγ. σύντ.) α. για πρόσωπο που δεν έχει το ηθικό κύρος ή την ηθική αξία που απαιτεί μια ιδιότητα (κατάσταση ή θέση): Είναι ~ του μεγάλου ονόματος που κληρονόμησε. Φάνηκε ~ της εμπιστοσύνης / της φιλίας μου. β. για κτ. που θεωρείται ασήμαντο ή τιποτένιο και ηθικά ευτελές: Προβλήματα ανάξια προσοχής / συζητήσεως. Οι συκοφαντίες του / οι ισχυρισμοί του είναι ανάξιες / ανάξιοι απαντήσεως. || (έκφρ.) ~ λόγου, για κπ. ή για κτ. που θεωρείται εντελώς ασήμαντος: Άνθρωπος ~ λόγου. Γεγονός ανάξιο λόγου. ανάξια ΕΠIΡΡ.

[1: αρχ. ἀνάξιος· 2: λόγ. < αρχ. ἀνάξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες