Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αληγής -ής -ές [alijís] Ε10 : (μετεωρ.) αληγείς άνεμοι, άνεμοι των τροπικών χωρών που πνέουν ολόκληρο το έτος.
[λόγ. < ιταλ. alisei (πληθ.) < ισπαν. alisios παρετυμ. α- 1 λή(γω) -ής]