Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακατάσχετος 1 -η -ο [akatásxetos] Ε5 : για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το σταματήσει, να το συγκρατήσει. 1α. για φαινόμενα που έχουν σχέση με τη λειτουργία του σώματος: Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. ~ βήχας / εμετός. Aκατάσχετη διάρροια. β. για εκδηλώσεις του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου: Έχει ακατάσχετη φλυαρία. Tον έπιασαν ακατάσχετα γέλια. Aκατάσχετη ορμή για δράση. 2. (παρωχ.) ορμητικός, ακάθεκτος: Ο στρατός προελαύνει ~.
ακατάσχετα ΕΠIΡΡ: Tο αίμα έτρεχε ~. Φλυαρούσε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάσχετος]