Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακάθεκτος -η -ο [akáθektos] Ε5 : 1α.που δεν μπορεί κανείς να τον συγκρατήσει, να τον αναχαιτίσει: Ο στρατός προχωρεί ~ εναντίον του εχθρού. β. για αποφασιστική και χωρίς ενδοιασμούς κίνηση, πορεία: Mπήκε στην αίθουσα και προχώρησε ~ προς το βήμα του ομιλητή. Ο τουρισμός εισβάλλει ~ σε όλες τις γραφικές παραλίες. 2. (μτφ.) α. για κπ. που εργάζεται ασταμάτητα και με όλες του τις δυνάμεις για να πραγματοποιήσει, για να πετύχει κτ.: Προχωρεί / είναι ~, τίποτε δεν τον σταματάει στην προσπάθειά του να κατακτήσει την αγορά / να γίνει ο πρώτος μαθητής. β. για έντονη τάση προς κτ.: H ορμή του είναι ακάθεκτη.
ακάθεκτα ΕΠIΡΡ: Προχωρεί ~ προς τη νίκη. [λόγ. < ελνστ. ἀκάθεκτος]