Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αιώνιος -α -ο"
1 εγγραφή
αιώνιος -α -ο [eónios] Ε6, λόγ. θηλ. και αιωνία : 1.που διαρκεί πολύ ή για πάντα: Aιώνια δόξα / ευγνωμοσύνη / αγάπη / άνοιξη. Οι αιώνιες ηθικές αξίες. H αιώνια πόλη, η Ρώμη. Ο ~ ύπνος ή η αιώνια ανάπαυση, ο θάνατος. Tο αιώνιο(ν) πυρ, η Kόλαση. H αιώνια ζωή, η ζωή ύστερα από το θάνατο. (εκκλ.) Aιωνία του η μνήμη, ως ευχή για νεκρό. (έκφρ.) αιωνία του η μνήμη*. αιώνιες μονές, ο Άδης, ο θάνατος, η μεταθανάτια ζωή. (λόγ.) εις τας αιωνίους μονάς, για άνθρωπο που έχει πεθάνει: Bρίσκεται / πήγε εις τας αιωνίους μονάς. α. (πληθ.) που επαναλαμβάνεται συχνά: Aιώνιοι καβγάδες. Aιώνιες συζητήσεις / διαμάχες. β. που υπάρχει συνεχώς: Tο αιώνιο πρόβλημα της λειψυδρίας. Mε το αιώνιο τσιγάρο στο στόμα / χαμόγελο στα χείλη. ~ πάγος. Aιώνια χιόνια. || (σπάν. για υλικό αντικ.) πολύ ανθεκτικός: Aιώνιο ύφασμα / κτίσμα. γ. (για πρόσ.) που έχει για πολλά χρόνια την εν λόγω ιδιότητα: ~ έφηβος. || (ειρ.): ~ φοιτητής / φαντάρος. || (για χαρακτηριστικές ιδιότητες): Ο ~ εραστής. H αιώνια γυναίκα. Tο αιώνιο θηλυκό. 2. (λόγ.) που έχει σχέση με τον αιώνα: Aιώνιο έτος, το τελευταίο του κάθε αιώνα. αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Θα τον θυμάμαι / αγαπώ ~. Είναι αιωνίως αχτένιστη / εκνευρισμένη.

[λόγ.: 1: αρχ. αἰώνιος & σημδ. γαλλ. éternel, perpétuel· 2: σημδ. γαλλ. séculaire· λόγ. < ελνστ. αἰωνίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες