Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιθεροβάμων -ων -ον [eθerovámon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ., για πρόσ.) που αγνοεί την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζει σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές του, που αιθεροβατεί: ~ πολιτικός. || (ως ουσ.) ο αιθεροβάμων: Yπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας μερικοί αιθεροβάμονες που επιμένουν να αμφισβητούν τη ρεαλιστική πολιτική του κόμματος.
[λόγ. αιθερο- 1 + αρχ. -βάμων (< ρ. βαίνω) κατά το αιθεροβατώ, μσν. ουρανοβάμων]