Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αγράμματος -η -ο"
1 εγγραφή
αγράμματος -η -ο [aγrámatos] Ε5 : 1.που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει· αναλφάβητος: Είναι τελείως ~, δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του. 2. που δεν έχει επαρκή μόρφωση, αμόρφωτος, ημιμαθής: Kατηγόρησε τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ότι προσλαμβάνουν άπειρους και αγράμματους δημοσιογράφους. 3. που δεν έχει γνώση, που δεν κατέχει κτ.: Aποδείχτηκε τελείως ~ στην πρέφα. || (έκφρ.) την έπαθα* σαν ~. ΠAΡ Άνθρωπος ~ ξύλο απελέκητο*.

[αρχ. ἀγράμματος (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες