Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ένστολος -η -ο"
1 εγγραφή
ένστολος -η -ο [énstolos] Ε5 : που φορά στολή: ~ πολίτης*. || (ως ουσ.).

[λόγ. εν- στολ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες