Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ένθεος -ος -ο"
1 εγγραφή
ένθεος -η / -ος -ο [énθeos] Ε17 : (λόγ.) που είναι σαν να έχει μέσα του το Θεό ή το θείο· που προέρχεται, εμπνέεται από θεϊκή δύναμη· (πρβ. θεόπνευστος): Ένθεη μανία. Ένθεα έπη. || ~ ζήλος, ενθουσιώδης.

[λόγ. < αρχ. ἔνθεος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες