Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "έμπυρος -η -ο"
1 εγγραφή
έμπυρος -η -ο [émbiros] Ε5 : (λόγ.) που γίνεται επάνω σε φωτιά: Έμπυρη θυσία, θυσία με καύση σφαγίων. || (ως ουσ.) τα έμπυρα, τα σφάγια έμπυρης θυσίας, καθώς και τα σημεία τα οποία παρατηρεί και ερμηνεύει ο εμπυροσκόπος.

[λόγ. < αρχ. ἔμπυρος, τά ἔμπυρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες