Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άσπρος -η -ο"
1 εγγραφή
άσπρος -η -ο [áspros] Ε3 : ΣYN λευκός. 1α. που έχει τον ουδέτερο χρωματισμό που παίρνει ένα σώμα όταν αντανακλά σχεδόν όλες τις φωτεινές ακτίνες: ~ σαν το χιόνι / σαν το γάλα. ~ κρίνος. Άσπρο περιστέρι. Έβαψαν τους τοίχους άσπρους. Άσπρα πουκάμισα / σεντόνια. Άσπρες τρίχες / άσπρα μαλλιά. ANT μαύρα. Άσπρη κόλα, που έχει άσπρο χρώμα ή που δεν είναι γραμμένη. (έκφρ.) δίνω άσπρη κόλα, δε γράφω τίποτε σε διαγώνισμα. άσπρο πάτο*! ΦΡ (δε) βλέπω άσπρη μέρα, χαρούμενη, ευτυχισμένη: Aπό τότε που παντρεύτηκε δεν είδε άσπρη μέρα. κάνει κάποιος το άσπρο μαύρο, για κπ. που διαστρέφει την αλήθεια, την πραγματικότητα. άσπρο μαύρο, για να δηλώσουμε ακραίες αντιθέσεις, χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις: Στη ζωή τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. β. που έχει ανοιχτό χρώμα σε αντίθεση με κτ. άλλο που ανήκει στο ίδιο είδος και έχει σκούρο χρώμα: Άσπρα κρέατα, πουλερικά και χοιρινά, σε αντιδιαστολή προς τα κόκκινα. Άσπρα σταφύλια / κρασιά, που έχουν κιτρινωπό χρώμα, σε αντιδιαστολή προς τα κόκκινα. Άσπρα τυριά, φέτα, μανούρι κτλ., σε αντιδιαστολή προς τα κίτρινα (κασέρι, γραβιέρα κτλ.). Άσπρο πιπέρι, σε αντιδιαστολή προς το μαύρο. Άσπρη σάλτσα, που δεν έχει ντομάτα. Έχει άσπρα δόντια, που δεν είναι κιτρινισμένα. Έχει άσπρο δέρμα / είναι ~, δεν είναι μελαχρινός. (παρωχ.) Άσπρη Θάλασσα, το Aιγαίο Πέλαγος. || (ως ουσ., οικ.) οι άσπροι, αυτοί που ανήκουν στη λευκή φυλή, οι λευκοί. || ωχρός: Έγινε ~ από το φόβο του. 2. (ως ουσ.) α. το άσπρο, το άσπρο χρώμα: Tο άσπρο είναι σύνθεση όλων των χρωμάτων. || για ρούχα: Mου πάνε τα άσπρα. Είναι ντυμένη στα άσπρα. || (οικ.) το άσπρο μέρος κάποιου πράγματος: Tο άσπρο του κοτόπουλου, το κρέας του στήθους. Tο άσπρο του αυγού / ματιού, το ασπράδι. β. η άσπρη, (οικ.) η ηρωίνη. ασπρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ συνήθ. για άνθρωπο με άσπρη επιδερμίδα ή για ζώο με άσπρο τρίχωμα. ασπρούτσικος -η -ικο YΠΟKΟΡ. ασπρούλικος -η -ικο YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ἄσπρος < λατ. asper `τραχύς (στην αφή ή στην όψη)΄ (δες και στο άσπροάσπρ(ος) -ούλης, -ούτσικος· ασ προύλ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες