Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άντυτος -η -ο"
1 εγγραφή
άντυτος -η -ο [ánditos] Ε5 : 1.που δεν είναι ντυμένος ή που είναι ελαφρά ή πρόχειρα ντυμένος: Mε βρήκε άντυτο, μόλις είχα βγει από το λουτρό. Mη βγαίνεις ~ έξω. || που δεν είναι ντυμένος με τα κατάλληλα ρούχα για κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Ξοδεύει τόσα λεφτά για ρούχα και πάντα είναι άντυτη. 2. για κτ. που δεν έχει προστατευτικό κάλυμμα: Mην αφήνεις το βιβλίο / το τετράδιο άντυτο, γιατί θα χαλάσει το εξώφυλλο, ακαπλάντιστο. Ο καναπές είναι ~. || Tο σπίτι είναι ακόμα άντυτο, δεν έχουν βάλει τα χαλιά και τις κουρτίνες.

[α- 1 ντύ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες