Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άνους -ους -ουν"
1 εγγραφή
άνους -ους -ουν [ánus] Ε12ε : (λόγ.) που δεν έχει νου, σκέψη· άμυαλος, ανόητος.

[λόγ. < αρχ. ἄνους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες