Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγουρος -η -ο [áγuros] Ε5 : 1.(για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει· αγίνωτος. ANT ώριμος, γινωμένος: Άγουρο σταφύλι / αχλάδι / ροδάκινο. Άγουρη ντομάτα. Tα μήλα δεν τρώγονται, είναι άγουρα ακόμα. 2. (μτφ.) α. που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, που δεν έχει πάρει την τελική, την ολοκληρωμένη του μορφή: Άγουρες σκέψεις. Άγουρο κορμί / στήθος. β. (για πρόσ.) που δεν ενηλικιώθηκε ή που είναι άπειρος, ανώριμος: Άγουρο παλικάρι. Άγουρα χρόνια, της πρώτης εφηβείας. Άγουρα νιάτα.
αγουρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. άγουρα ΕΠIΡΡ. [μσν. άγουρος < ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r], αρχ. σημ.: `όχι στην ώρα του΄· άγουρ(ος) -ούτσικος]