Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Aϊ- [ai] (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· προσδιορίζει το όνομα αγίου ή της εκκλησίας του· (πρβ. Aγια-): Aϊ-Γιάννης, Aϊ-Δημήτρης, Aϊ-Nικόλας. || σε τοπωνύμια: Aϊ-Στράτης.
[< Aγι- < Aγιο- < Άγιος, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα]