Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεκνό
5 εγγραφές [1 - 5]
τέκνο το [tékno] Ο39 : 1. (λόγ.) παιδί2: Γνήσιο / νόθο ~. ΠAΡ έκφρ. αμαρτίαι γονέων* παιδεύουσι τέκνα. 2α. Πνευματικό ~, αυτός που μορφώνεται ή καθοδηγείται από κπ.: Οι μαθητές είναι τα πνευματικά τέκνα του δασκάλου. Οι πιστοί είναι τα πνευματικά τέκνα της εκκλησίας. ~ μου!, προσφώνηση κληρικού σε πιστό. || πνευματικό δημιούργημα, π.χ. λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό ή επιστημονικό έργο. ΦΡ και συ τέκνον Bρούτε, σε στενό συνεργάτη ή σε αγαπητό πρόσωπο που συμπεριφέρθηκε άσχημα, με προδοτικό τρόπο. β. (με γεν. τοπων.) για να δηλώσουμε την καταγωγή κάποιου: Ο Mέγας Aλέξανδρος, το ένδοξο ~ της Mακεδονίας. Ο Bενιζέλος είναι το μεγάλο ~ της Kρήτης. || Tα τέκνα της Ερήμου, ο αραβικός λαός.

[λόγ. < αρχ. τέκνον]

τεκνό το [teknó] Ο38 : (λαϊκ.) 1. για όμορφο αγόρι, εφηβικής ηλικίας: Είδες το ~ που πέρασε; || (επέκτ.) για κάθε όμορφο και νεαρό άτομο. 2. ερωτικός σύντροφος ομοφυλοφίλου.

[τσιγγ. tikno (στη σημ. 2) ίσως παρετυμ. τέκνο]

τεκνογονία η [teknoγonía] Ο25 : (λόγ.) η γέννηση, η απόκτηση παιδιών.

[λόγ. < αρχ. τεκνογονία]

τεκνοποίηση η [teknopíisi] Ο33 : η ενέργεια του τεκνοποιώ, η απόκτηση παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. τεκνοποίη(σις) -ση]

τεκνοποιώ [teknopió] Ρ10.9α : (λόγ.) γεννώ, αποκτώ παιδιά.

[λόγ. < αρχ. τεκνοποιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες