Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μενετός
1 εγγραφή
μενετός -ή -ό [menetós] Ε1 : μόνο στη (λόγ.) ΦΡ οι καιροί ου μενετοί, για να δηλώσουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναβολής αλλά είναι αναγκαίο να δράσουμε αμέσως.

[λόγ. < αρχ. μενετός, αρχ. φρ. οἱ καιροί οὑ μενετοί `οι ευκαιρίες δεν περιμένουν΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες