Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλεπού
2 εγγραφές [1 - 2]
αλεπού η [alepú] Ο37 : 1.σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και του οποίου το πιο κοινό είδος έχει πλούσιο κοκκινωπό τρίχωμα, μυτερό ρύγχος και φουντωτή ουρά και είναι παροιμιώδες για την πονηριά του: Γκρίζα / μαύρη ~, που το δέρμα της χρησιμοποιείται στη γουνοποιία. Είναι πονηρός / παμπόνηρος σαν ~. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η ~ στο παζάρι;, για κπ. που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου δεν ταιριάζει ή που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. ΠAΡ Όσα δε φτάνει η ~ τα κάνει κρεμαστάρια, για κπ. που προσποιείται ότι δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει κτ., επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να το κατορθώσει. Ο λύκος έχει τ΄ όνομα κι η ~ τη χάρη, για να δηλώσουμε ότι η εξυπνάδα είναι ανώτερη από τη σωματική δύναμη. 2. (μτφ.) άνθρωπος πονηρός και πανούργος: Είναι αυτός μια ~! H γριά ~, για ηλικιωμένο και πονηρό άνθρωπο. (έκφρ.) πονηρή ~, για πολύ πονηρό άνθρωπο. αλεπουδίτσα η YΠΟKΟΡ α. μικρή αλεπού. β. (μτφ., συναισθ.) για πονηρό κορίτσι ή νεαρή γυναίκα. αλεπουδάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό της αλεπούς. ΠAΡ Εκατό χρονών η αλεπού, εκατόν δέκα το ~, για κπ. που παριστάνει τον πολύ έμπειρο και που νομίζει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει ή να ξεγελάσει κάποιον άλλο μεγαλύτερο και εμπειρότερο.

[ελνστ. ἀλωπά, παράλλ. τ. του αρχ. ἀλώπηξ (πρβ. αρχ. επίθ. ἀλωπός `πανούργος΄, ελνστ. αρσ. `αρσενική αλεπού΄) > μσν. αλωπώ (κατά το επίθημα -ώ, δες λ.) > αλωπού (με μεταπλ. > -ού, δες -ού) > αλουπού (με υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ) > μσν. αλεπού (με τροπή [u > e] αναλ. προς άλλες λ. με αντ. εξέλ. [e > u] από επίδρ. του [l] ή του [p] )· αλεπουδ- (αλεπού) -ίτσα]

αλεπουδίσιος -α -ο [alepuδísxos] Ε4 : που ανήκει στην αλεπού ή που τη χαρακτηρίζει: Aλεπουδίσια ουρά. Aλεπουδίσια πονηριά / μάτια, σαν της αλεπούς.

[αλεπουδ- (αλεπού) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες