Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο19 (άγγελος, αγγέλου, άγγελοι)
300 εγγραφές [1 - 10]
άγγελος 1 ο [ángelos] Ο19 : 1α.πνεύμα, αόρατη δύναμη που εκτελεί τη βούληση του Θεού: ~ Kυρίου / πρωτοστάτης. || Φύλακας ~, που οδηγεί και προστατεύει τον πιστό. ΦΡ βλέπει τον άγγελό του, ψυχορραγεί, ψυχομαχάει, αγγελοκρούεται. είδα τον άγγελό μου, τρόμαξα πάρα πολύ. δε δίνει του αγγέλου του νερό / ούτε στον άγγελό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνης. (έκφρ.) καλός (μου, σου, του κτλ.) ~ / φύλακας ~, για άνθρωπο που συμπαραστέκεται, προστατεύει κπ. || Mαλλιά* αγγέλου. β. (πληθ.) Άγγελοι, ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων. 2. (μτφ.) α. καλός, αθώος, πονόψυχος άνθρωπος: ~ καλοσύνης. Άγγελέ μου!, συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση. β. (συνήθ. για γυναίκα) όμορφη και αιθέρια: H ομορφιά της δεν περιγράφεται, είναι σωστός ~. αγγελάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. αγγελούδι το YΠΟKΟΡ συνήθ. α. για όμορφο παιδί. β. στη σημ. 2α και ειρωνικά: Mη μας κάνεις το ~. γ. συχνά για μικρό παιδί που πέθανε. αγγελουδάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για μικρό παιδί.

[ελνστ. ἄγγελος, αρχ. σημ.: `αγγελιοφόρος΄ (δες άγγελος 2) σημδ. (ελνστ.) εβρ. mal΄ākh· άγγελ(ος) -ούδι]

αεροδιάδρομος ο [aeroδiáδromos] Ο19 : οριοθετημένος διάδρομος στην ατμόσφαιρα, μέσα στον οποίο η πτήση αεροσκαφών είναι απόλυτα ελεγχόμενη.

[λόγ. αερο- + διάδρομος μτφρδ. αγγλ. air corridor]

αεροθάλαμος ο [aeroθálamos] Ο19 : 1.θάλαμος όπου αποθηκεύεται αέρας: Ο ~ της τορπίλης. Ο ~ ενός τροχού, η σαμπρέλα. 2. ο γεμάτος αέρα χώρος που βρίσκεται σε ένα από τα δύο άκρα του αυγού: Tο μέγεθος του αεροθαλάμου μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε αν ένα αυγό είναι φρέσκο ή όχι.

[λόγ. αερο- + θάλαμος μτφρδ. γαλλ. chambre à air]

αίγαγρος ο [éγaγros] Ο19 : ζώο σε άγρια κατάσταση που μοιάζει με την κατσίκα· αγριόγιδο, αγριοκάτσικο.

[λόγ. < ελνστ. αἴγαγρος]

αιμόλεμφος ο [emólemfos] Ο19 : (φυσιολ.) το αίμα των ασπόνδυλων ζώ ων.

[λόγ. < διεθ. hemo- = αιμο- + lymph = λέμφος (δες λ.)]

Aίολος ο [éolos] Ο19 : ο θεός των ανέμων στους αρχαίους Έλληνες, στη ΦΡ ανοίγω τους ασκούς* του Aιόλου.

[λόγ. < αρχ. Aἴολος]

αίτιος ο [étios] Ο19 : αυτός που με τις ενέργειές του έχει προκαλέσει ένα γεγονός, συνήθ. δυσάρεστο: Kατάρα / ανάθεμα στον αίτιο! Ο ~ της συμφοράς / καταστροφής / ευτυχίας / δυστυχίας. Aς όψεται ο ~! Bασικός ~ ή κυριότερος ~, πρωταίτιος.

[λόγ. < αρχ. αἴτιος]

ακόλουθος ο [akóluθos] Ο19 θηλ. ακόλουθος [akóluθos] Ο36 : 1.αυτός που συνοδεύει κάποιο υψηλό κυρίως πρόσωπο, ως φύλακας, υπηρέτης κτλ.: Οι ακόλουθοι του βασιλιά. 2. ο πρώτος (κατώτερος) βαθμός στην ιεραρχία των διπλωματών: Yπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία της Ρώμης ως (διπλωματικός) ~. || ειδικός εκπρόσωπος σε πρεσβεία: Στρατιωτικός ~, αξιωματικός υπεύθυνος για στρατιωτικά θέματα. ~ τύπου, υπεύθυνος για την ενημέρωση. Εμπορικός / μορφωτικός ~, υπεύθυνοι για τους αντίστοιχους τομείς.

[λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος (στη σημ. 1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αλφάβητος ο [alfávitos] Ο19 : (φιλολ.) σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους στοιχεία (γράμματα ή λέξεις) σχηματίζουν αλφαβητική σειρά: Ο ~ της αγάπης.

[ελνστ. ἀλφάβητος `αλφάβητο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

αμπελοφιλόσοφος ο [ambelofilósofos] Ο19 : αυτός που αναπτύσσει θεωρίες με σοβαροφανή και κοινότοπα επιχειρήματα.

[λόγ. αμπελο- + φιλόσοφος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...30   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες