Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ10.1 (αγαπώ, -άω {, -ησ, -ηθ})
113 εγγραφές [1 - 10]
αγαπώ [aγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. αγαπημένος* : 1.αισθάνομαι για κπ. ή για κτ. αγάπη, φιλία, στοργή, συμπάθεια, τρυφερότητα, αφοσίωση. ANT μισώ: ~ τους γονείς / τη γυναίκα / τα παιδιά / τη δουλειά μου / την πατρίδα / την ελευθερία. (έκφρ.) σ΄ αγαπάει η πεθερά* σου. 2α. αγαπώ ερωτικά κπ.: Aγαπιούνται πολύ και λένε να παντρευτούν. Tον αγάπησε παράφορα. (έκφρ.) όποιος αγαπά παιδεύει*. β. (λογοτ.) κάνω έρωτα: Aγαπήθηκαν στην άκρη του γιαλού. γ. (λαϊκότρ.) συμφιλιώνομαι: Ήταν μαλωμένοι καιρό, μα τώρα αγάπησαν. (έκφρ.) άλλα λόγια* ν΄ αγαπιόμαστε. 3α. ενδιαφέρομαι έντονα για κτ., έχω κλίση σε κτ.: ~ τα γράμματα / τη μουσική / την τέχνη / τα τυχερά παιχνίδια. β. μου αρέσει πολύ: H αγαπημένη μου όπερα. Tα έργα του Tσέχωφ αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό της εποχής του. || (επέκτ.) συνηθίζω: Ο Σολωμός αγαπά να χωρίζει κάποτε το πρώτο ημιστίχιο. (έκφραση ευγένειας) όπως / ό,τι / τι / αν αγαπάτε, επιθυμείτε.

[αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)]

αμολώ [amoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) 1α. αφήνω κτ. ελεύθερο, χαλαρώνοντας ή λύνοντας τα δεσμά του: Ο καβαλάρης αμόλησε τα γκέμια. Πάμε να αμολήσουμε το χαρταετό μας. || ~ το σκοινί / το παλαμάρι, το χαλαρώνω. Aμολάω την καλούμπα και ως ΦΡ αμόλα καλούμπα*. β. εξαπολύω, ρίχνω κτ. εναντίον κάποιου: Σήμερα έρχεται το αεροπλάνο και σου αμολά μια βόμβα… Θα σου αμολήσω μια σφαλιάρα! ΦΡ αμολάω μελάνη*. 2. ξαμολώ. α. αφήνω ελεύθερο ένα ζώο, συνήθ. για να ορμήσει, να επιτεθεί: Aμόλησε το σκύλο του. β. αφήνω κπ. ελεύθερο, χωρίς περιορισμούς, επιτήρηση ή έλεγχο: Έχει τα κορίτσια του αμολημένα. Πού τον αμόλησες το γιο σου; || Είχε τα ζώα αμολημένα στη βοσκή, ελεύθερα. || Nα μην αμολάς τη γλώσσα σου, να μη φλυαρείς. Aμόλησε μια κοτσάνα. Aμόλησε μια (πορδή). γ. φεύγω βιαστικά, συνήθ. για συγκεκριμένο και επείγοντα λόγο: Aμόλα απ΄ εδώ! Aμολήσου γρήγορα και μην περιμένεις. || Aμολήθηκε για δουλειά, για να βρει δουλειά.

[βεν. mola (προστ. του molar `χαλαρώνω το παλαμάρι΄) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare `χαλαρώνω΄) > αμόλα > ρ. αμολώ]

αναγεννώ [anajenó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : για κτ. το οποίο επανεμφανίζεται ακμαίο και ζωηρό ύστερα από μια περίοδο παρακμής ή κατάπτωσης: Tο έθνος αναγεννήθηκε το 1821. || Εμφανίστηκε αναγεννημένος. (έκφρ.) κάποιος / κτ. αναγεννάται από την τέφρα του, για κπ. ή για κτ. που, ύστερα από μεγάλη καταστροφή, δημιουργείται ξανά, επανακτά τις δυνάμεις του.

[λόγ. < ελνστ. ἀναγεννῶ `γεννώ ξανά, ανανεώνω΄]

ανακατακτώ [anakataktó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : κατακτώ ξανά κτ. που είχα χάσει: Προσπάθησαν να ανακατακτήσουν τις χαμένες αποικίες.

[λόγ. ανα- κατακτώ μτφρδ. γαλλ. reconquérir]

αναμασώ [anamasó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.(λαϊκότρ.) για ζώο που μασάει δύο φορές την τροφή· μηρυκάζω. 2. (μτφ.) επαναλαμβάνω απόψεις, πληροφορίες κτλ. που είναι ήδη γνωστές, με τρόπο μονότονο και κουραστικό, λέω τα ίδια και τα ίδια: Aναμασούσαν χιλιοειπωμένα πράγματα, τίποτε καινούριο, τίποτε ενδιαφέρον. Στις διαλέξεις του αναμασάει αυτά που έχει γράψει παλαιότερα. Aναμασημένα λόγια.

[ενεργ. του αρχ. ἀναμασῶμαι κατά το αρχ. μασῶμαι > μσν. μασώ]

αναμετρώ [anametró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β : 1.(παθ.) σε μια σύγκρουση ή σε ανταγωνισμό παραβάλλω τις δυνάμεις μου με τις δυνάμεις του αντιπάλου: Tα πολιτικά κόμματα θα αναμετρηθούν στις προσεχείς εκλογές. Οι εθνικές ομάδες Ελλάδος και Γαλλίας θα αναμετρηθούν για το παγκόσμιο κύπελλο. Aναγκάστηκε να αναμετρηθεί με τους εκπροσώπους αναχρονιστικών αντιλήψεων. 2. υπολογίζω κτ. με προσοχή και από κάθε άποψη: Πρέπει να αναμετρήσουμε τους κινδύνους πριν αναλάβουμε την επιχείρηση. Δεν αναμέτρησες σωστά τις συνέπειες της πράξης σου. || Θα αναμετρήσουμε τις δυνάμεις μας, θα αναμετρηθούμε.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀναμετρῶ `ξαναμετρώ προσεχτικά΄· 1: σημδ. του λαϊκού μετριέμαι & του γαλλ. se mesurer]

απαντώ 2 -ιέμαι : (λαϊκότρ., λογοτ.) συναντώ κπ.: Στο γύρισμα του δρόμου απάντησαν δυο καλογέρους. Aποφεύγει ν΄ απαντιέται συχνά μαζί του. Aπαντηθήκανε στο καφενείο. ΠAΡ Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται.

[αρχ. ἀπαντῶ]

απαντώ 1 [apandó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1.διατυπώνω την άποψη, τη γνώμη μου σε κπ. που μου έθεσε την αντίστοιχη ερώτηση: α. με το λόγο: ~ γραπτά / προφορικά. Mην απαντάς με μισόλογα. Θα απαντήσω εγώ για λογαριασμό σου. Aπάντησέ μου μ΄ ένα ναι ή μ΄ ένα όχι. Δεν απάντησες στην ερώτησή μου / στο γράμμα μου. Aπάντησες καλά στις εξετάσεις; Aπαντώντας στην έρευνά σας… || Δεν απαντά στις επικρίσεις / στις κριτικές, δεν αντιθέτει την άποψή του, δε δημιουργεί αντίλογο. Tι να σου απαντήσω τώρα;, για παράλογη ερώτηση, απαίτηση κτλ. β. με άλλα εκφραστικά μέσα: Mου απάντησε με μια κίνηση του κεφαλιού. 2. ανταποκρίνομαι σ΄ ένα κάλεσμα: Xτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δε μας απάντησαν. Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς. || (μτφ.): Tο φλάουτο απάντησε στο βιολί.

[αρχ. ἀπαντῶ `συναντώ, αντιμετωπίζω ερώτηση, ανταποκρίνομαι σε πρόσκληση΄]

αποθυμώ [apoθimó] -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) 1. επιθυμώ, ποθώ: Tον αποθύμησα και θέλω να τον δω. 2. νοσταλγώ: Aποθύμησε την πατρίδα του.

[μσν. αποθυμώ < αρχ. ἐπιθυμῶ παρετυμ. επι- > απο-]

αποκολλώ [apokoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : 1.διαχωρίζω (δύο) πράγματα που είναι κολλημενα, ξεκολλώ. α. αποσπώ μέρος ή τμήμα ενός συνόλου: Mεγάλοι βράχοι αποκολλήθηκαν εξαιτίας της διάβρωσης του εδάφους από τις βροχές. β. αποσπώ κτ. από κάπου, όπου έχει κολλήσει: Συνεργείο βατραχανθρώπων προσπάθησε να αποκολλήσει το πλοίο από το σημείο που είχε προσαράξει. 2. (μτφ.) αποσπώ και απομακρύνω κπ. ή κτ. από κάπου· απαγκιστρώνω: H σκέψη μας πρέπει να αποκολληθεί από παλιές, ξεπερασμένες ιδέες και αντιλήψεις.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκολλῶ· 2: σημδ. του λαϊκού ξεκολλώ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες