Παράλληλη αναζήτηση
6.055 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγάρισμα το [maγárizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαγαρίζω.
[μσν. μαγάρισμα < μαγαρισ- (μαγαρίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγάρισμα το.
-
- Βδέλυγμα:
- είδιετε τα σιχάματά τους και τα μαγαρίσματά τους (Πεντ. Δευτ. XXIX 16).
[<αόρ. του μαγαρίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Du Cange (λ. μαγαρίζειν) και σήμ.]
- Βδέλυγμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαρισνάριον το.
-
- «Ύμνος» υβριστικός, χλευαστικός:
- μαγαρισνάρια … εις τον ενταφιασμόν του κοπρογένη σπανού (Σπανός D 1050).
[λ. πλαστή, παρωδία του ουσ. μεγαλυνάριον με επίδρ. του ουσ. μακαρισμός και του μαγαρίζω (πβ. μαγάριος)]
- «Ύμνος» υβριστικός, χλευαστικός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαρίτης ο.
-
- 1) Αποστάτης, εξωμότης, αρνησίθρησκος:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 504).
- 2) Μιαρός, μολυσμένος:
- σκύλον τον μαγαρίτην (Διήγ. παιδ. 273).
[<ουσ. μωαγαρίτης (παπυρ. 8. αι.) <αραβ. Muhᾱdžir. Η λ. σε παπυρ. του 7. αι. (Kahane, GR I 335-54, 621-2, II 13-4, III 221]
- 1) Αποστάτης, εξωμότης, αρνησίθρησκος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαροσύνη η.
-
- Μιαρότητα, μίασμα:
- η μαγαροσύνη του απάνου του (Πεντ. Λευιτ. XXII 3).
[<μαγαρίζω με επίδρ. των ουσ. σε ‑οσύνη. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Μιαρότητα, μίασμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαρώ.
-
- Βρομίζω:
- πάντες … γελούμεν σε και πάντες μαγαρούμεν σε (Σπανός A 123).
[<μαγαρίζω αναλογ. με ρ. σε ‑ώ]
- Βρομίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγατζάς ο,
- βλ. μαγαζάς.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγατζές ο,
- βλ. μαγαζές.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγατζί το,
- βλ. μαγαζί.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγγαναρέα η.
-
- Μάγισσα, γόησσα, δολερή γυναίκα:
- είσαι ψεματάρισσα, … μαγγαναρέα, μιαρή (Διήγ. παιδ. 286).
[θηλ. του ουσ. μαγγανάρης (9. αι., Lampe, ‑ις <μτγν. ‑ιος, L‑S, Du Cange, λ. μάγγανον]
- Μάγισσα, γόησσα, δολερή γυναίκα: