Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πακτ
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
πακτεύω.
  • Χρησιμοποιώ κ. επωφελώς, εμπορεύομαι·
    • καπηλεύομαι:
      • τα κεφαλατίκια και τας ενοχάς επάκτευε και επώλει (Παράφρ. Χων. 584· αυτ. 574).

[<ουσ. πάκτον + κατάλ. –εύω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
πάκτον το.
  • 1) Συνθήκη, συμφωνία:
    • (Συνθήκ. Καλλ. 318).
  • 2)
    • α) Ενοίκιο που καταβάλλεται για τη μίσθωση ακινήτου:
      • έχω έως ζωής μου εις πάκτον το μετόχιον (Ιερόθ. Αββ. 338
    • β) (προκ. για φιλοκερδή ανάθεση αξιωμάτων):
      • ανεκήρυξε (ενν. ο βασιλεύς Αλέξιος) τας ενοχάς μη εις πάκτα διδόναι, αλλά τοις εκκρίτοις (Παράφρ. Χων. 638).
  • 3) Φόρος υποτέλειας:
    • αποστέλλει πρέσβεις … ζητών ειρήνην υποσχόμενος και ετήσια πάκτα (Χρονογρ. 250).

[<λατ. pactum. Τ. ‑ο και ‑χτο σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
πάκτος το· πάχθος· πάχτος.
  • 1) Μίσθωση, ενοικίαση ακινήτου:
    • ο κύρης του κήπου ζητά το έφυτόν του εκείνου … οπού έχει το πάχτος του (Ασσίζ. 32819).
  • 2) Ενοίκιο που καταβάλλεται για τη μίσθωση ακινήτου:
    • εάν ο κύριος … του εφύτου ζητά του πακτωνάρη … το πάκτος, και εκείνος ουδέν θέλει να το δώσει (Ασσίζ. 7816
    • (προκ. για μερίδιο ετήσιας παραγωγής αγρού που αποδίδεται στον ιδιοκτήτη του ως μίσθωμα):
      • ογιά πάκτος του αυτού χωραφίου ομπλεγάρεται … να δίδει κάθα Αύγουστο στάρι (Βαρούχ. 6144).
  • 3) Φόρος:
    • έβαλε και πάκτος εις αυτόν, να δίδει κατά χρόνον κερίν του αυθέντη … λίτρες δεκαέξ (Χειλά, Χρον. 351).

[<ουσ. πάκτον αναλογ. με ουδ. σε ‑ος. Ο τ. ‑χτος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πακτωλός ο [paktolós] Ο17 : πλούσια και ανεξάντλητη πηγή αγαθών (συνηθέστερα χρημάτων): ~ χρημάτων / παροχών.

[λόγ. < αρχ. Πακτωλός, όν. μικρού χρυσοφόρου ποταμού της Λυδίας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάκτωμα 1 το [páktoma] & πάχτωμα το [páxtoma] Ο49 : η πάκτωση 1.

[πάχτ-: παχτώ(νω) -μα· πάκτ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάκτωμα 2 το : πάκτωση 2.

[λόγ. πακτω- (δες πακτώνω 2) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
πακτωνάρης ο· παχτωνάρης.
  • 1) Αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κ. με ενοίκιο, ενοικιαστής, μισθωτής:
    • Εάν … ο αφέντης … ζητά του παχτωνάρη … το έφυτόν του … (Ασσίζ. 3281).
  • 2) Αξιωματούχος με την αρμοδιότητα να ελέγχει τις άδειες των καταστημάτων:
    • ο Χόμμος ήτον παχτωνάρης και εγύρεψεν να το διαφεντέψει (ενν. το χανούτιν) από την μερίαν της ρήγαινας (Βουστρ. 24212).

[<πακτώνω + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Gange (λ. πάκτον) και σήμ. κυπρ. ως τοπων.]

[Λεξικό Κριαρά]
πακτωναρία η.
  • Αυτή που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κ. με ενοίκιο, μισθώτρια, ενοικιάστρια:
    • (Ασσίζ. 3282).

[<ουσ. πακτωνάρης + κατάλ. ‑ία]

[Λεξικό Κριαρά]
πακτώνω· παχθώνω· παχτώνω.
  • 1) Μισθώνω, νοικιάζω κ. από κάπ., χρησιμοποιώ ή εκμεταλλεύομαι κ. με ενοίκιο:
    • Περί … οπού παχτώνει αμπέλια και κήπους (Βακτ. αρχιερ. 170).
  • 2)
    • α) Παραχωρώ κ. ιδιόκτητο με ενοίκιο, εκμισθώνω, νοικιάζω κ. σε κάπ.:
      • (Βακτ. αρχιερ. 177
      • θέλει να τηνε πακτώσει (ενν. την αγελέα) (Βαρούχ. 5710
    • β) (προκ. για αξιώματα):
      • εξέπεμπεν εις τας ενοχάς μήτε πωλών μήτε πακτώνων αυτάς (Παράφρ. Χων. 422).

[<ουσ. πάκτον + κατάλ. ‑ώνω. Άσχ. το αρχ. πακτόω. Ο τ. ‑χτ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πακτώνω 2 -ομαι : μισθώνω ή εκμισθώνω αγρό.

[λόγ. < μσν. πακτώνω < ελνστ. πακτ(ῶ) -ώνω < πάκτον < λατ. pactum `συμφωνία, συμβόλαιο εκμίσθωσης΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες