Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο5 (φύλακας, φύλακα, φύλακες)
352 εγγραφές [251 - 260]
πάτρονας ο [pátronas] Ο5 : 1. αυτός που πατρονάρει, που κατευθύνει και προστατεύει ή προωθεί κπ. ή κτ. (συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς): Οι πάτρονες του συνδικαλιστικού / του φοιτητικού / του εργατικού κινήματος. 2. (ιστ.) στην αρχαία Ρώμη, ο πολίτης που προστάτευε πρώην δούλο του και τον εκπροσωπούσε στις υποχρεώσεις του απέναντι στην πολιτεία.

[λόγ. < ελνστ. πάτρων, αιτ. -ωνα `προστάτης΄ < λατ. patronus (ορθογρ. απλοπ.)]

πάφιλας ο [páfilas] Ο5 : (παρωχ.) ο ορείχαλκος. || λεπτό μεταλλικό έλασμα (κυρ. από ορείχαλκο).

[ίσως συμφυρ. τουρκ. paf(ta) (προφ. [pá-] ) `μεταλλικό στολίδι αλόγου΄ (από τα περσ.) + φύλλο]

πάχτωνας ο [páxtonas] Ο5 : (ναυτ.) τετράγωνη λέμβος, χωρίς καρίνα και με επίπεδο πυθμένα, που τη χρησιμοποιούν όταν καλαφατίζουν, καθαρίζουν και βάφουν τα εξωτερικά μέρη του πλοίου.

[λόγ. < ελνστ. πάκτων, αιτ. -ωνα `ελαφρύ καράβι του Νείλου από λυγαριά΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.]

πέλεκας 1 ο [pélekas] Ο5 : μεγάλος πέλεκυς.

[πελέκ(ι) μεγεθ. -ας]

πέλεκας 2 ο : (λαϊκότρ.) ο δρυοκολάπτης· πελεκάνος 2.

[< πελεκάνος με επίδρ. του πέλεκας 1]

πετροκότσυφας ο [petrokótsifas] Ο5 : είδος κότσυφα που ζει σε πετρώδεις και δύσβατους τόπους.

[ελνστ. πετροκόσσυφος κατά το κόσσυφος > κότσυφας]

πίδακας ο [píδakas] Ο5 : στήλη που σχηματίζεται, όταν ένα υγρό (κυρ. νερό) εξακοντίζεται ψηλά με πίεση: H υποθαλάσσια έκρηξη δημιούργησε έναν τεράστιο πίδακα νερού. Tο αίμα τινάχτηκε από την κομμένη αρτηρία σαν ~. || στήλη νερού που εξακοντίζεται ψηλά με ειδικό μηχανισμό· (πρβ. σιντριβάνι).

[λόγ. < αρχ. ἡ πῖδαξ, αιτ. -ακα (με σφαλερή τροπή σε αρσ. αναλ. προς άλλα αρσ. -αξ > -ακας π.χ. πίναξ > πίνακας)]

πίνακας ο [pínakas] Ο5 : 1. μεγάλη ορθογώνια ξύλινη επιφάνεια, βαμμένη συνήθ. μαύρη ή πράσινη, πάνω στην οποία γράφει κανείς με κιμωλία· μαυροπίνακας: Ο δάσκαλος / ο μαθητής γράφει μία άσκηση στον πίνακα. Ο ~ του σχολείου. Γράφω στον / σβήνω τον πίνακα. 2. ορθογώνια επιφά νεια κατάλληλη για την ανάρτηση ανακοινώσεων: ~ ανακοινώσεων. 3. η συστηματική και συνοπτική αναγραφή και παρουσίαση διάφορων πραγμάτων, στοιχείων κτλ. με κάποια ορισμένη τάξη, σειρά: ~ ρημάτων. Λογαριθμικοί / λογιστικοί πίνακες. ~ περιεχομένων. 4. κατάλογος, κατάστα ση: ~ επιτυχόντων / προαγομένων / αποτελεσμάτων. ΦΡ μαύρος* ~. 5. έργο ζωγραφικής: Zωγραφικός ~. Aπό το μουσείο της πόλης κλάπηκαν πίνακες ανυπολόγιστης αξίας. Πίνακες διάσημων ζωγράφων. 6. (ηλεκτρολ.) σύνολο οργάνων και εξαρτημάτων για το χειρισμό και τον έλεγχο της λειτουργίας ηλεκτρικών κυκλωμάτων, μηχανών, εγκαταστάσεων κτλ.: ~ διανομής / ελέγχου / εισαγωγής / εξαγωγής. Γενικός / ενδεικτικός ~.

[λόγ.: 1: αρχ. πίναξ, αιτ. -ακα· 4: ελνστ. σημ.· 2, 3, 5, 6: σημδ. γαλλ. tableau (3: & γαλλ. table, 5: μσν. σημ.: `σανίδα για ζωγράφισμα΄)]

πλατύποδας ο [platípoδas] Ο5 : αυτός που πάσχει από πλατυποδία.

[λόγ. < ελνστ. πλατύπους, αιτ. -ποδα]

Πλούτωνας ο [plútonas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (αστρον.) ένας από τους εννέα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο ένατος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο.

[λόγ. < αρχ. Πλούτων, αιτ. -ωνα `ο θεός Πλούτωνας΄ σημδ. νλατ. Ρluto (στη νέα σημ.) < λατ. Ρluto < αρχ. Πλούτων]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...36   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες