Παράλληλη αναζήτηση
2.146 εγγραφές [2101 - 2110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λώβα η [lóva] Ο25 : (λαϊκότρ.) η ασθένεια λέπρα.
[αρχ. λώβ(η) μεταπλ. -α]
- λώβα η· λούβα.
-
- Λέπρα:
- να είναι εις την τσίπα της σάρκας του εις πληγή λούβας (Πεντ. Λευιτ. XIII 2).
[αρχ. ουσ. λώβη με μεταπλ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Λέπρα:
- λωβάδα η.
-
- Λέπρα· (εδώ ίσως μεταφ. «ανέχεια», βλ. Μανούσακας, Ελλην. 41, 1990, 127):
- αφ’ την λωβάδα την πολλήν την νεότην τως διαβάζουν (Σαχλ. Ά M 347).
[<επίθ. λωβός + κατάλ. ‑άδα]
- Λέπρα· (εδώ ίσως μεταφ. «ανέχεια», βλ. Μανούσακας, Ελλην. 41, 1990, 127):
- λωβάστρα η.
-
- Τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί· (συνεκδ.) λέπρα (ή μεταφ. «ανέχεια»;):
- εις την λωβάστραν την πολλήν την νεότη τως διαβάζουν (Σαχλ. N 379).
[<ουσ. λώβα ή λωβάδα (βλ. ά.) αναλογ. με ουσ. σε ‑στρα (πβ. κρητ. σακάστρα, σταλίστρα, κ.ά.)]
- Τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί· (συνεκδ.) λέπρα (ή μεταφ. «ανέχεια»;):
- λωβιάζω.
-
- Προσβάλλομαι από λέπρα:
- Ασθένησεν ασθένειαν φοβεράν, ήγουν ελωβίασεν όλον του το κορμί (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 19).
[<ουσ. λώβα + κατάλ. ‑ιάζω· πβ. παλαιότ. ‑άζω (L‑S) και μτγν. ‑άω (Lampe). Τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Προσβάλλομαι από λέπρα:
- λωβός, επίθ.
-
- Λεπρός:
- «Φαίνεσ’ ακ το πετσί σου (ενν. συ, κροκόδειλε)· πάντοτε είσαι σαν λωβός (Αιτωλ., Μύθ. 96).
- Η λ. ως παρων.:
- (Byz. Kleinchron. Á 18323, Á 18532, 33).
[<αρχ. ουσ. λώβη + κατάλ. ‑ός. Η λ. τον 8. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Λεπρός:
- λωβώδης, επίθ.
-
- Λεπρός:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2932).
[<ουσ. λώβα + κατάλ. ‑ώδης]
- Λεπρός:
- λωλά, επίρρ.
-
- Τρελά, ανόητα:
- θέλαν εις τους ουρανούς λωλά για ν’ ανηβούσι (Θησ. ΙΆ [265]).
[<επίθ. λωλός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]
- Τρελά, ανόητα:
- λωλάγρα η.
-
- α) Ανοησία, βλακεία:
- (Φορτουν. Ά 228)·
- όποιος παράκαιρα μαζώνει φρονιμάδα πάντ’ έχει μεστωμένον το πωρικό μαζί του της λωλάγρας (Πιστ. βοσκ. IV 8, 105)·
- β) τρέλα:
- τσ’ αγάπης η λωλάγρα (Πιστ. βοσκ. I 5, 174).
[<επίθ. λωλός + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. στο Βλάχ.]
- α) Ανοησία, βλακεία:
- λωλάδα η [loláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) 1. η κατάσταση του τρελού, του παλαβού, του ανόητου και απερίσκεπτου: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί τον δέρνει μεγάλη ~. 2. (συνήθ. πληθ.) παράλογη, ανόητη, απερίσκεπτη πράξη, ενέργεια: Mας τρέλανες με τις λωλάδες σου.
[μσν. λωλάδα < λωλ(ός) -άδα]