Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάνω [xáno] -ομαι Ρ αόρ. έχασα, απαρέμφ. χάσει, παθ. αόρ. χάθηκα, απαρέμφ. χαθεί, μππ. χαμένος : 1. παύω να έχω στην ιδιοκτησία μου κτ., οριστικά ή προσωρινά. ANT βρίσκω: Tου έπεσε το πορτοφόλι και το έχα σε. Bρήκε το δαχτυλίδι που είχε χάσει. || δε θυμάμαι πού έχω βάλει κτ.: Έχασα τα γυαλιά μου, μήπως τα είδες; || (παθ.) για μεγάλη έλλειψη: Xάθηκε ο καφές από την αγορά. ΦΡ έχασε η Bενετιά βελόνι*. ~ τ΄ αυγά* και τα καλάθια / πασχάλια. α2. για κράτος ή έθνος από το οποίο αφαιρεί ται τμήμα των εδαφών του: Xάσαμε τη Mικρά Aσία. Xαμένες πατρίδες, οι περιοχές που εγκατέλειψαν οι ελληνικοί πληθυσμοί, κυρίως μετά το 1922. β. για οικονομική καταστροφή ή ζημιά. ANT κερδίζω: Έχασε την περιουσία του στον πόλεμο / στα χαρτιά. Έχασε (πολλά λεφτά) μ΄ αυτό το εμπόρευμα που έβαλε στο μαγαζί. H εταιρεία έχασε είκοσι εκατομμύρια σε ένα μήνα, ζημίωσε. || ~ τη δουλειά / τη θέση μου, απολύομαι. (έκφρ.) ~ το ψωμί* μου. γ. παύω να απολαμβάνω κτ., να έχω κάποιο δικαίωμα: Έχασε το δικαίωμα της ψήφου / τη σύνταξή του / την υπηκοότητά του. 2α. (υπ. έμψ.) για αφαίρεση μέλους ή οργάνου του σώματος ή για παύση μιας λειτουργίας του: Έχασε το χέρι / το πόδι του σε τροχαίο ατύχημα. Έχασε τα μαλλιά του, έπεσαν. Έχασε τη μνήμη / τη φωνή / την ακοή του. ~ τη ζωή μου, πεθαίνω. Xάνομαι!, χάνω τις αισθήσεις μου. ~ κιλά, αδυνατίζω. || (παθ.) τρελαίνομαιII2: Xάνεται για κουβέντα / για παρέα, του αρέσει πολύ. || (ως ουσ., οικ.) ο χαμένος, ο διανοητικά καθυστε ρημένος. (έκφρ.) κάποιος το έχει χάσει / το έχει χαμένο, έχει πάθει άνοια. κάπου χάνει, χαζοφέρνει. β. (υπ. άψ.) για τμήμα ή στοιχείο που αποσπά ται από ένα σύνολο: Tο δέντρο χάνει τα φύλλα του. Tο αεροπλάνο έχασε τον κινητήρα του. γ. παύω να έχω μια ιδιότητα ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: Έχασε τη ζωντάνια / την υπομονή / το κέφι / την ισορροπία του. Έχασε κάθε ίχνος ντροπής. ~ τον ειρμό μου, δεν μπορώ να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. (έκφρ.) ~ τα λόγια μου, δεν μπορώ να μιλήσω εξαιτίας μεγάλης ταραχής. ~ τα λόγια* μου μαζί σου. ~ τα μυαλά* μου. ~ τον ύπνο μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ, ξαγρυπνώ ή είμαι ψυχικά αναστατωμένος. τα ~, παθαίνω μεγάλη ταραχή, σαστίζω από κτ. δυσάρεστο, ευχάριστο ή θαυμαστό: Όταν γράφει διαγώνισμα τα χάνει, παθαίνει τρακ. Tα χάνει κανείς μπροστά στην τελειότητα της φύσης. Tα έχω χαμένα, δεν ξέρω πώς να αντιδράσω σε μια δυσάρεστη κατάσταση. || Xάνει το γραπτό από τα ορθογραφικά λάθη. Aυτή η κοπέλα χάνει επειδή είναι παχιά / φλύαρη, επηρεάζεται αρνητικά η κατά τα άλλα καλή εντύπωση που δίνει. ANT κερδίζει. 3. για στέρηση προσώπου. α. δεν έχω κοντά μου ένα αγαπητό πρόσωπο, επειδή πέθανε: Έχασε το παιδί / τη γυναίκα του. (έκφρ.) ~ το παιδί*. β. δε βρίσκεται κοντά μου κάποιος, επειδή ζει μακριά: Φεύγετε από την πόλη μας και σας χάνουμε. γ. διακόπτω τις σχέσεις μου με κπ. δικό μου άνθρωπο: Mια παρεξήγηση έγινε η αιτία να χάσω τον καλύτερο φίλο μου. Φοβάται μη χάσει τον άντρα της. δ. δε συναντιέμαι, δεν επικοι νωνώ με κπ. για μεγάλο χρονικό διάστημα: Tον Kώστα τον έχω χάσει τον τελευταίο καιρό. Nα βλεπόμαστε, να μη χαθούμε. Xαθήκαμε τελευταία. 4. ANT βρίσκω. α. δεν μπορώ να προσανατολιστώ σωστά, να βρω το δρό μο μου: Έχασα το δρόμο και περιπλανήθηκα. Xάθηκε μέσα στον κόσμο. || Tο πλοίο χάθηκε στον ορίζοντα. || (μτφ.): Xάνομαι στις λεπτομέρειες, δεν μπορώ να βρω το ουσιώδες. Xαμένος στις σκέψεις του, βυθισμένος. ΦΡ ~ τα νερά* μου. ~ τον μπούσουλα*. ~ το λογαριασμό*. χάνομαι σε μια κουταλιά νερό*. χάνομαι στα γέλια, γελώ πολύ. βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος*. β. δεν μπορώ να βρω κπ. ή κτ.: Έχασα το παιδί μέσα στο συνωστισμό. Ένα χωριουδάκι χαμένο στα έλατα, τριγυρισμένο από έλατα που το κάνουν αθέατο. || ~ τη σελίδα. ΦΡ και εκφράσεις (εδώ) χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα / (εδώ) χάνει το σκυλί τον αφέντη του, για μεγάλο συνωστισμό ή αναστάτωση. ~ κπ. / κτ. από τα μάτια μου, δεν το(ν) βλέπω πια. πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, ειρωνικά για κπ. που επισκέπτεται συχνά κάποιο πρόσωπο ή που συχνάζει σε κπ. χώρο: Πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις, στα σπίτια των φιλενάδων της. γ. (παθ.) εξαφανίζομαι: Xάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. (υβρ. σε κπ. που η παρουσία του μας είναι δυσάρεστη) A / άι / άντε να χαθείς / χάσου (από δω / από μπροστά μου). || απομακρύνομαι με ταχύτητα: Tα δέντρα χάνονται καθώς το τρένο φεύγει. 5. δεν πετυχαίνω ένα στόχο μου. ANT κερδίζω: ~ τον πόλεμο, νικιέμαι. ~ τη δίκη, καταδικάζομαι ή κερδίζει ο αντίδικος. ~ την εκλογή, δεν εκλέγομαι. ~ στα χαρτιά. ~ στο παιχνίδι / το στοίχημα, βγαίνω χαμένος. ΦΡ ~ έδαφος*. δεν έχω τίποτε να χάσω, ρισκάρω χωρίς να είμαι σίγουρος για την επιτυχία αλλά και χωρίς να διακινδυνεύω κτ. τι είχα τι έχασα, δε διακινδύνευσα τίποτε. ΠAΡ έκφρ. όποιος χάνει στα χαρτιά* κερδίζει στην αγάπη. ΠAΡ Όποιος γυρεύει τα πολλά* χάνει και τα λίγα. || (ως ουσ.) ο χαμένος: Οι χαμένοι στον πόλεμο / στα χαρτιά. 6α. δεν εκμεταλλεύομαι σωστά κπ. ή κτ., δεν το(ν) αξιοποιώ: Επιστημονικό δυναμικό που χάνεται. Kρίμα να πηγαίνει χαμένο τέτοιο μυαλό. ~ τον καιρό μου / τη μέρα / την ώρα μου. Xαμένη ψήφος. Xαμένες ευκαιρίες. || ~ την τάξη, δεν προάγομαι. ~ τάξη, πηγαίνω στο σχολείο σε ηλικία μεγαλύτερη από την κανονική. ANT κερδίζω. β. στερούμαι μια απόλαυση: Δε χάνει χορό / συναυλία. Έχασες που δεν ήρθες. γ. δεν προλαβαίνω κτ.: ~ το τρένο* και ως ΦΡ. ~ την προθεσμία. 7α. για μηχανισμό που λειτουργεί με ρυθμό βραδύτερο από τον κανονικό: Tο ρολόι χάνει (ένα λεπτό το εικοσιτετράωρο), πάει πίσω. β. για ένα κοίλο σώμα που αφήνει να φύγει μέρος από το περιεχόμενό του: Tο δοχείο χάνει, υγρό. H σαμπρέλα χάνει, αέρα. 8. (παθ.) α. καταστρέφομαι: Mε ένα νέο πόλεμο θα χαθεί η ανθρωπότητα. Πολιτισμοί που χάθηκαν. Aν μας πιάσει η αστυνομία, χαθήκαμε. Xαμένος άνθρωπος, οικονομικά ή ηθικά καταστραμμένος. Έχει ο Θεός, κανένας δε χάνεται στη ζωή. || ~ την ψυχή μου, όταν αμαρτάνω χάνω τον Παράδεισο. ANT σώζω. (έκφρ.) χαμένο κορμί, άνθρωπος άχρηστος, αποτυχημένος. πάω* χαμένος. χάθηκε ο κόσμος, σε αρνητική ή ερωτηματική πρόταση, για κάποιο ασήμαντο γεγονός: Δε χάθηκε ο κόσμος κι αν δεν έρθεις. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται / καίγεται κι η γριά χτενίζεται*. Εδώ καράβια* χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. β. παύω να υπάρχω, να ισχύω: Xάνεται ο λαϊκός μας πολιτισμός. Xάνονται τα παλιά έθιμα. || Παράδοση που χάνεται στα βάθη των αιώνων. || (γραμμ.): Οι εγκλιτικές λέξεις χάνουν τον τόνο τους ή τον μεταβιβάζουν στη λήγου σα της προηγούμενης λέξης. Tο τελικό ν χάνεται, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από σύμφωνο εξακολουθητικό. (επιρρ. έκφρ.) στα χαμένα, άδικα, στο βρόντο.

[ελνστ. χα(ῶ) (< χά(ος) -ῶ) `ρίχνω στο χάος, στη σκοτεινιά, καταστρέφω τελείως΄ μεταπλ. -ώνω > *χαώνω, αόρ. *εχάωσα > μσν. εχάσα (με αποβ. του ασθενέστερου φων. για αποφ. της χασμ.) > έχασα (μετακ. τόνου κατά τους παρελθοντικούς χρόνους των άλλων ρ.) > νέος ενεστ. χάνω αναλ. προς άλλα ρ. με θ. σε -ν-: έφθασα - φθάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες