Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωνασκία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φωνασκία η [fonaskía] Ο25 : (λόγ.) θόρυβος από δυνατές, ενοχλητικές φωνές ή ομιλίες: Ύβρεις και φωνασκίες.

[λόγ. < αρχ. φωνασκία `εξάσκηση στη (δυνατή) απαγγελία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες