Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τόγκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόγκα η [tóŋga] Ο25 : (λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ βάζω ~, χρωστάω χρήματα· ΣYN ΦΡ βάζω φέσι.

[ισπαν. tonga `κουκούλα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες