Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταχταρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχταρίζω [taxtarízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κρατώ στα χέρια μου το μωρό και το χορεύω.

[< τουρκ.(;) σύγκρ. νταχτιρντί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες