Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τανκς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανκς το [táŋks] Ο (άκλ.) : ερπυστριοφόρο άρμα μάχης με ισχυρή θωράκι ση και αυτόματο οπλισμό· άρμα μάχης: ~ ισοπεδώνουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Ο στρατός κατέλαβε την εξουσία με τα ~, με τη βία.

[αγγλ. tanks, πληθ. του tank (αρχική σημ.: `τεπόζιτο΄, επειδή κατά την κατασκευή τους στον α' παγκόσμιο πόλεμο είχαν ονομαστεί έτσι για λόγους μυστικότητας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες