Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιτόγατος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπιτόγατος ο [spitóγatos] Ο20 : χαρακτηρισμός ανθρώπου που αγαπά υπερβολικά τη ζωή μέσα στο σπίτι, που περνά τον ελεύθερο χρόνο του μέσα στο σπίτι: Aπό τότε που παντρεύτηκε έγινε ~.

[σπίτ(ι) -ο- + γάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες