Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροσμπίφ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροσμπίφ το [rozbíf] Ο (άκλ.) : κρέας ψημένο ή μαγειρεμένο με ειδική σάλτσα, και ως επίθ.: Mοσχάρι / χοιρινό ~. Σάλτσα (από) ~. Mακαρόνια (με) ~.

[λόγ. < γαλλ. rosbif < αγγλ. roast-beef]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες