Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασχάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασχάζω [pasxázo] Ρ2.1α : (παρωχ.) α. γιορτάζω το Πάσχα. β. τρώω αρτυμένα φαγητά, όπως είναι τα πασχαλινά.

[λόγ. < μσν. πασχάζω (στη σημ. α) < Πάσχ(α) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες