Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρλάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρλάρω [parláro] Ρ6α : (οικ.) φλυαρώ.

[αντδ. < ιταλ. parlar(e) `μιλώ΄ < γαλλ. parler < μσνλατ. parabolare < υστλατ. parabola `παραβολή του Χριστού, ομιλία΄ < ελνστ. παραβολή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες