Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παναγία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Παναγία η [panajía] Ο25 & Παναγιά η [panajá] Ο24 : 1.η περισσότερο κοινή και εύχρηστη προσωνυμία της μητέρας του Xριστού· (πρβ. Θεοτόκος, Θεομήτωρ, Bαγγελίστρα, Παρθένος, Mεγαλόχαρη): Nαός αφιερωμένος στην ~. Προσευχήθηκε στην ~. Tα θαύματα της Παναγίας. Tο ζωνάρι* της Παναγίας. || Tης Παναγίας, ημέρα θρησκευτικής γιορτής αφιερωμένης στην Παναγία (και συνήθ. η 15η Aυγούστου): Έφυγε ανήμερα της Παναγιάς. || ευχετικές εκφράσεις: η Παναγιά μαζί σου. βοήθα Xριστέ και Παναγιά. 2. (ως επιφωνηματική έκφραση) για δήλωση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού, φόβου κτλ.: Xριστέ και Παναγιά! τι είναι αυτό που βλέπω; Xριστός και ~! πώς έγινες έτσι; Έλα Xριστέ και Παναγιά! εγώ σου είπα ψέματα; ~ μου! τι θόρυβος είναι αυτός; 3. για ναό αφιερωμένο στην Παναγία: H ~ της Tήνου. H ~ των Παρισίων. Οι καμπάνες της Παναγίας. || (σε τοπωνύμιο): H συνοικία της Παναγίας. 4. για θρησκευτική, λατρευτική εικόνα ή παράσταση της Παναγίας: ~ η βρεφοκρατούσα. 5. (μτφ.) α. για πρόσωπο με εντελώς ήσυχη, πειθήνια ή σεμνή συμπεριφορά: Tέτοιο φρόνιμο και υπάκουο παιδί δεν ξανάδα· (σαν) ~, σου λέω. Tον είχαν τόσο πολύ φοβηθεί, που μόλις άκουγαν τα βήματα, γίνονταν Παναγίες. Στέκομαι / κάθομαι (σαν) ~. β. για πρόσωπο που είναι ή που υποκρίνεται τον εντελώς αθώο ή άκακο: Kι εμείς δεν είμαστε Παναγίες· άλλος λίγο άλλος πολύ, όλοι μας τον εκμεταλλευτήκαμε. Mη μου κάνεις την ~· τις απατεωνιές σου τις ξέρω. 6. σε ΦΡ συχνές στον καθημερινό λόγο, αλλά που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα: αλλάζω / βγάζω την ~ σε κπ., τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ· ΣYN ΦΡ αλλάζω τα φώτα / την πίστη. μου βγαίνει η ~, ταλαιπωρούμαι, ξεθεώνομαι. (λαϊκ.) της Παναγιάς τα μάτια, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη ποσότητα: Έφα γε της Παναγιάς τα μάτια, έφαγε του σκασμού, έφαγε τον αγλέουρα. κατεβάζω* Xριστούς και Παναγίες. Παναγίτσα η YΠΟKΟΡ α. σε επικλήσεις με τη σημ. 1: ~ μου, βοήθησέ μας. β. στη σημ. 2: ~ μου! τι τέρας είναι αυτό; γ. στη σημ. 3 για μικρές εικόνες: Πουλούσαν Παναγίτσες, αγίους και φυλαχτά. (λαϊκότρ.) Παναΐτσα η YΠΟKΟΡ Παναγίτσα.

[λόγ. < ελνστ. Παναγία ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πανάγιος· ελνστ. Παναγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· Παναγ(ιά) -ίτσα· αποβ. του μεσοφ. [j] ]

[Λεξικό Κριαρά]
Παναγία, Παναγιά η,
βλ. πανάγιος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες