Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάτος ο [pátos] Ο18 : (οικ.) I1α. βυθός: Bούλιαξε στον πάτο της θάλασσας. β. πυθμένας: Tο νερό έφτασε στον πάτο του πηγαδιού. || η βάση ενός δοχείου: Tο καζάνι τρύπησε στον πάτο. Άδειασε το ποτήρι ως τον πάτο, το ήπιε όλο. (έκφρ.) άσπρο πάτο!, προτροπή σε συμπότη να πιει όλο το ποτήρι με το ποτό. από τον πάτο ως την κορφή, από πάνω έως κάτω. ΦΡ πιάνω* πάτο. 2α. σόλα: Xάλασαν οι πάτοι (των παπουτσιών). β. κομμάτι από ειδικό ύφασμα, λάστιχο ή άλλο υλικό, στο σχήμα του πέλματος, που τοποθετείται στο εσωτερικό του παπουτσιού: Ορθοπεδικοί πάτοι. Πάτοι για την πλατυποδία. 3. πρωκτός, πισινός στις ΦΡ μου βγαίνει ο ~, κουράζομαι πάρα πολύ, κυρίως σωματικά, καταταλαιπωρούμαι. βγάζω τον πάτο κάποιου, τον κουράζω, τον καταταλαιπωρώ. II. (μτφ.) α. για κπ. που είναι τελευταίος σε μια κλίμακα αξιολόγησης: Είναι ~ στο σχολείο / στα μαθηματικά. Ήρθε ~ στις εκλογές, πάτωσε. Είναι ο ~ / οι πάτοι της τάξης, οι χειρότεροι μαθητές. β. έσχατο σημείο κατάπτωσης ή αποτυχίας: Φτάσαμε στον πάτο.

[αρχ. πάτος `βήμα, πατημένος δρόμος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες