Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπρόκα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
μπρόκα η.
  • Καρφί· μικρός μεταλλικός διακοσμητικός δίσκος:
    • σαλιβάριον … με μπρόκες και ροζέτες (Μπερτολδίνος 107
    • έκφρ. σπαλιέρα της μπρόκας = οικιακό έπιπλο στολισμένο(;) με καρφιά, όπου στήριζαν τα όπλα:
      • (Διαθ. 17. αι. 577).

[<βεν. bròca - ιταλ. brocca. Τ. ‑κκ‑ και πρόκκα σήμ. κυπρ. Τ. πρόκα σήμ. Η λ. στο Du Cange]

[Λεξικό Κριαρά]
μπροκάδα η.
  • Χτύπημα ξιφομάχου με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω:
    • (Φορτουν. Δ́ 170).

[<βεν. imbrocada]

[Λεξικό Κριαρά]
μπροκαδέλον το.
  • Είδος ελαφρού μεταξωτού υφάσματος διακοσμημένου με κεντήματα από χρυσές και ασημένιες κλωστές:
    • στιχάρι μεταξωτό, μπροκαδέλον (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 28
    • (ως επίθ.):
      • ρούχον μπροκαδέλον (Μπερτολδίνος 110).

[<βεν. brocadelo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπροκάρ [brokár] Ε (άκλ.) : είδος μεταξωτού υφάσματος με ανάγλυφα σχέδια: Zακέτα ~. || (ως ουσ.).

[λόγ. < γαλλ. brocart]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες