Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουτίκ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουτίκ η [butík] Ο (άκλ.) : μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας.

[λόγ. < γαλλ. boutique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες