Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουζουνάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπουζουνάρα η· μπουζνάρα.
  • Μεγάλη τσέπη:
    • μονέδα αργυρή … μέσα στη μπουζουνάρα (Κατά ζουράρη 136).

[<ουσ. *μπουζουνάρι (<*υποζωνάριον· πβ. ρουμ. και αρομ. buzunar + κατάλ. ‑α). Ο τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑έρα στο Somav. (λ. μπουζού) και σήμ. κρητ., όπου και τ. ‑νιέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες