Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουτζώνω [mudzóno] -ομαι & μουντζώνω [mundzóno] -ομαι Ρ1 : 1. χειρονομώ υβριστικά προβάλλοντας την ανοιχτή παλάμη μου προς την κατεύθυνση κάποιου· φασκελώνω: Tη μούτζωσε, γιατί τον προσπέρασε αντικανονικά. 2. (μτφ.) αφήνω, εγκαταλείπω κτ., παύω να ενδιαφέρομαι γι΄ αυτό: Mούτζωσε τα εγκόσμια κι έγινε καλόγερος. Tα μούτζωσε, τα παράτησε.
[μσν. μουτζώνω, μουντζώνω (& μουζώνω) `αλείφω το πρόσωπο με καπνιά, προσβάλλω΄ < μούτζ(α), μούντζ(α) (& μούζα) -ώνω (επειδή το μουτζούρωμα του προσώπου του πομπευόμενου γινόταν με την παλάμη βουτηγμένη σε καπνιά)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουτζώνω,
- βλ. μουντζώνω.